Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

au revoir

Εκείνο τον καιρό συγκατοικούσα με καμιά τριανταριά ξανθιές κατσαρίδες.
Και αυτές πρέπει να ήταν μόνο οι μόνιμες, χώρια αυτές που το είχαν δίπορτο και πηγαινοερχόντουσαν. Αν μαζευόντουσαν όλες μαζί, σίγουρα πληρούσαν τις αριθμητικές προυποθέσεις για σύσταση σωματείου. Που ξέρεις, μπορεί και να μάζευαν υπογραφές για να με διώξουν από την γκαρσονιέρα...Γκαρσονιέρα: η λέξη που χρησιμοποιούσα για να περιγράψω το χώρο που φιλοξενούσε σε σχετικά σταθερή βάση τα λιγοστά υπάρχοντά μου σε πείσμα όλων αυτών των ενδείξεων που συνηγορούσαν υπέρ του χαρακτηρισμού του ως τρώγλη, τρύπα ή λάκο με σκατά.
Δεν είναι να απορεί κανείς που οι κατσαρίδες μου έβρισκαν το χώρο τόσο φιλόξενο. Δε λέω βέβαια, δεν ήμουνα και εγώ και η βασίλισα της καθαριότητας, αλλά φίλε, αυτό το κωλοχανείο ήταν σε τέτοια άθλια κατάσταση, με κάτι σάπια σανίδια να κρέμονται από τις κάσες στις πόρτες, με κάτι μαυρισμένους από την υγρασία τοίχους στους οποίους μόνο βρύα που δεν φύτρωναν και με κάτι ξεχαρβαλωμένα ντουλάπια στη λιγδιασμένη κουζίνα με τις σκουριασμένες σωληνώσεις, που ούτε ολόκληρο το συνεργείο καθαρισμού του δήμου δεν θα μπορούσε να το συνεφέρει. Άσε που ήταν και δέκα μέτρα κάτω από το χώμα, σαν τον τάφο του φαραώ ένα πράγμα, αλλά βγάλε την αίγλη και το μυστήριο και σκέψου πιο σκατίλα φάση. "Φωτεινό ημιυπόγειο" έγραφε η αγγελία. "Πρέπει να βγάλουμε λεφτά, ποιος μαλάκας θα φάει την πούτσα" λέω εγώ.
Τέλοσπάντων, λεφτά δεν έπαιζαν και κάπου έπρεπε να στεγάσω και εγώ το περιεχόμενο των πέντε χαρτόκουτων που αποτελούσαν τα περιουσιακά μου στοιχεία και κάπως έτσι ο πρόθυμος μαλάκας βρέθηκε. Για να νιώθω κάπως καλύτερα με τη σκατένια μου κατάσταση, βάφτισα το λάκο με τις σαύρες ατελιέ και περίμενα να περάσουν τα επόμενα τέσσερα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ήλπιζα να ξεμπερδεύω με την καλών τεχνών. Μέχρι τότε ήταν βέβαιο ότι θα είχα αναγνωριστεί ως αυτό που ούτως ή άλλως ήμουν ήδη: μεγάλη καλλιτέχνιδα. Προς το παρόν όμως, έπρεπε να συμβιβαστώ με το γεγονός ότι όλη μου η καλλιτεχνική παραγωγή κυμαινόταν σε τόνους από γκρι ποντικί μέχρι μαύρη είναι η νύχτα, όχι λόγω καταθλιπτικής ψυχοσύνθεσης, αλλά λόγω έλλειψης φωτός.
Όποτε ο συνωστισμός στην γκαρσονιέρα με τα κατσαρίδια γινόταν ανυπόφορος, ή όποτε ό ιδικτήτης- ένα αρχίδι που κάθε φορά που ερχόταν να μου ζητήσει το λόγο για τα χρωστούμενα ενοίκια προσπαθούσε παράλληλα να με στριμώξει στη γωνία, πράγμα όχι και πολύ δύσκολο λαμβάνοντας υπόψη τα τετραγωνικά που καταλάμβανε η κοιλάρα του σε συνδυασμό με τα λιγοστά τετραγωνικά της γκαρσονιέρας-αλλά, τέλοσπαντων, όποτε ο ιδιοκτήτης μου παράπρηζε το μουνί, την έκανα για κάποιον από τους προστάτες μου.
Στον Μιχάλη πήγαινα κάθε φορά που με τάραζε η πείνα. Έξαιρετικός μάγειρας και όχι τίποτα μαλακίες, μιλάμε για γκουρμέ φάση, αν και με την πείνα που είχα συνήθως και το στρατιωτικό συσίτιο θα μου φαινόταν δείπνο στο G.B.
Στον Ηλία πήγαινα όποτε χρειαζόμουν λίγη δημιουργική χημεία, το άτομο απλά ήταν επιστήμονας, όχι τί λέω, ο άνθρωπος ήταν μάγος, ήταν μούσα, ήταν η έμπνευση η ίδια προσωποποιημένη,λίγο από το φαρμακό του και έβλεπα οράματα. Και όλα αυτά για την κολλητή του χωρίς χρέωση, ε. Αρκεί να του έστηνα λίγο κώλο. Ε, τι να κάνουμε τώρα, έχει και η έμπνευση ένα αντίτιμο. Ευτυχώς, ο πούστης τελείωνε γρήγορα.
Στον Λευτέρη πήγαινα όποτε ήθελα να πιάσω φιλοσοφική συζήτηση, σε φάση τι είναι η ζωή και τι είναι ο άνθρωπος, να ζει κανέις ή να μη ζει, και που 'σαι, όσο το σκέφτεσαι πιάσε άλλη μια μπύρα, και κοίτα να είναι παγωμένη, ε, και κείνο το σαλάμι που είχες την άλλη φορά το μπουκώθηκες όλο ή έχει μείνει τίποτα ρε μαλάκα;
Στον Βαγγέλη πήγαινα για μουσική ενημέρωση. Ο σκληρός του δίσκος ήταν τίγκα στα downloads, τα οποια εγώ μετέφερα στο φλασάκι μου και από εκεί στη μπακατέλα που εκτελούσε χρέη υπολογιστή πίσω στο λάκο με τους αρουραίους γιατί με τη κλεμένη από τους γείτονες σύνδεση μου έπαιρνε περιπόυ μισή αιωνιότητα για να τσεκάρω το e-mail μου. Για να κατεβάσω, ούτε λόγος. -Να αγοράσω τους δίσκους, μαλάκα μου, για πλούσια με πέρασες, άσε που πόσα cd να ξεψαχνίσεις πια: Άσε που μετά αράζαμε με το Βαγγέλη και ακούγαμε όλο τον κατάλογο της katorga, ή δεν ξέρω τι , στραγγίζοντας κανένα beefeater. Mόνο όταν ο Βαγγέλης είχε περάσει εκείνη τη φάση με την ψυχεδέλεια και ήθελε να ακούμε συνέχεια Οmm πίνοντας μπάφους μου την είχε σπάσει και δε γούσταρα καθόλου να πηγαίνω.
Στον Μάνο πήγαινα σε φάση να βρω ένα μέρος να αράξω για λίγες μέρες, ο τύπος ήταν τόσο στην κοσμάρα του που ούτε καταλάβαινε ότι εγώ άραζα στο σπίτι του για βδομάδες, ακόμα και όταν με έβλεπε να βγαίνω φρεσκολουσμένη και ευωδιαστή σαν πουτάνα από το μπάνιο ή όταν άπλωνα σειρές από στριγκάκια να στεγνώνουν πάνω στα καλοριφέρ του, αλλού αυτός.
Και βέβαια, υπήχε και ο Μάριος. Σε αυτόν πήγαινα όποτε γούσταρα ένα καλό γαμήσι, ο τύπος απλά είχε το ιδανικό μέγεθος πούτσου και δεν ήταν μόνο αυτό, ήξερε και πότε και πως να στον χώσει, σε φάση υπερ καυλωτικό σεξ, όχι τίποτα ταντρικά, τύπου κοιτάζω το ταβάνι τέσσερις μέρες τώρα, τι θα γίνει θα τελειώσεις,ούτε και τίποτα ψεκάστε σκουπίστε τελειώσατε,-τι θα γίνει μωρό μου, θα μπεις μέσα, -μα μπήκα και τελείωσα- μα καλά πλάκα μου κάνεις; Πολύ καυλιάρης ο Μάριος επίσης...
Τελοσπάντων, τον υπόλοιπο καιρό τον περνούσαμε με τη Λένα στο λάκο με τα κατσαρίδια. Η μαλακισμένη, ήταν ακόμα ανήλικη και έμενε με τους γονείς τη. Κοίτα να δεις γκόμενα που πήγα και πέτυχα. Όμως έκανα υπομονή...βλέπεις... μου το 'γλειφε καλά... και από κώλο έσκιζε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου