Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011


all eyes on you







Πριν μερικά χρόνια σπούδαζα κάτι που είχε σχέση με αρχιτεκτονική ανοιχτών χώρων σε ένα πανεπιστήμιο της Ουαλίας. Για ευνόητους λόγους δεν θα σου πω σε ποιο αλλά με λίγο ψάξιμο δεν θα είναι δύσκολο να το εντοπίσεις. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους βρετανούς συμφοιτητές μου που έκαναν παρέα σχεδόν αποκλειστικά μεταξύ τους, είχα αποφασίσει να συγκατοικήσω σε ενα σπίτι με αυτό που αποκαλούμε international students. Είχα περάσει όλη μου τη ζωη στο Λονδίνο και σε αυτή τη φάση την είχα δει κάπως χίπικα, ξέρεις, να γνωρίσω ανθρώπους από άλλες κουλτούρες και έτσι, 70s αναβίωση ξέρω 'γω. Βρέθηκα λοιπόν να συγκατοικώ σε ένα διώροφο σπίτι μαζί με έναν Ινδό, έναν Κινέζο ( δε μας μιλούσε σχεδόν ποτέ, μόνο έκοβε λαχανικά όλη την ώρα στην κουζίνα με έναν τεραστιο μπαλτά που κρατούσε στο συρτάρι ειδικά για αυτή τη δουλειά- ή τουλάχιστον έτσι ήθελα να πιστευω) και έναν Ισπανό που έμενε μαζί στο ίδιο δωμάτιο με την κοπέλα του. Η κοπέλα έμενε στο σπίτι παράνομα, δηλαδή χωρίς να το ξέρει ο ιδιοκτήτης, ένας μαφιοζος φραγκοφονιάς πακιστανός που μας κυνηγούσε κάθε δεύτερη του μήνα για το νοίκι. Ονόματα ας μην πούμε, ας πούμε μόνο ότι την κοπέλα την έλεγαν Veronica.

Λοιπόν, με τον Ινδό και τα δύο Ισπανάκια καταλήξαμε να κάνουμε κολλητή παρέα, βραδια ινδικού κινηματογράφου, βραδιά ισπανικής κουζίνας και μετά το αναποδο, λιώσιμο με μπάφους αν και ο Ινδός ψιλοαπείχε, εξόδους στις παρακμιακές pubs της περιοχής.
Eνα βράδυ, ο Ισπανός φέρνει στο σπίτι ένα Ουαλό φίλο του, που η σανίδα του σερφ που χρησιμοποιούσε ως μέσο μεταφοράς του είχε χαρίσει μυς αλά σταρ του σινεμα. Αράζουμε και λιώνουμε με μπίρες ανάβοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Γύρω στο ξημέρωμα ο Ισπανός μου λέει, ξέρεις νομίζω ότι ο φίλος μου γουστάρει, οπότε δεν χρειάζεται να κάθεσαι να τον κοιτάς σα ξελιγωμένη, ποια εγώ, του κάνω δήθεν εκνευρισμένη και με κάποια απορία γιατι νόμιζα ότι όλο το βραδυ προσποιούμουν με κάποια επιτυχία την αδιάφορη. Τελοσπάντων, μη λεμε πολλά, παίρνω θάρρος, πλησιάζω τον σερφα και γίνεται η φάση. Το πρώτο φως είχε σκάσει πριν απο καμιά ώρα και ανάμεσα στα σάλια και τα φιλιά, ο σερφας μου κάνει"εχω το φορτηγάκι μου απέξω, θες να πάμε στην παραλία;" "πάμε" του κάνω κι εγω, αν και η φάση μου ακούστηκε ελαφρως creepy. Κάπως έτσι φτάσαμε στην παραλία, μία απο αυτές τις τεράστιες ουαλικές ακτές, καταχείμωνο με το σερφά να παλεύει με τα κύματα 7 η ώρα το πρωί κι εμένα να τουρτουρίζω καθισμένη στην άμμο τυλιγμένη με όλα του τα ρούχα και προσπαθώντας να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά.
Απο τότε αρχίσαμε να κάνουμε παρέα οι τεσσερείς μας, ζευγαράκια φάση, ο σερφας, εγώ, ο Ισπανός και η Veronica. Ο Ινδός την έκανε, δεν γούσταρε και πολύ την καινούρια σύνθεση φαίνεται, συνεχεια προφασιζόταν ότι είχε διάβασμα, αλλά έχω την εντύπωση ότι μας κοιτούσε κάπως πληγωμένα όταν ανεβαινε στο δωμάτιο του. Πηγαίναμε συνέχεια με το φορτηγάκι στην παραλία και αράζαμε, παρά το ψωλόκρυο, ο Ουαλός έκανε σερφ με άλλους σερφάδες φίλους του και εμείς πίναμε αλκοόλ για να γλιτώσουμε την υποθερμία και καπνίζαμε. Η παραλία αυτή που πηγαίναμε συνήθως, όπως πολλές από τις ουαλικές παραλίες ήταν η γηινη κατάληξη ενός θεόρατου γκρεμού που ορθονώταν ακριβώς από πάνω της. Καμία φορά ανεβαίναμε πάνω στον γκρεμό όπου ο αέρας φυσούσε γάμησε τα και φωνάζαμε για εκτόνωση ή παίζαμε την "κότα", ποιος δηλαδή θα σταθεί πιο κοντά σην άκρη του γκρεμού.
Τον τελευταίο καρό πριν από το περιστατικό είχα προσέξει ότι η Veronica δεν ήταν και πολύ στα καλά της. Δεν μας μιλούσε και πολύ, τα μάτια της όποτε συναντιόμασταν στην κουζίνα ήταν κόκκινα, απέφευγε ιδιαίτερα να μιλάει με τον σερφά, δεν ήθελε να αράζει μαζί μας στην παραλία.
Την ημέρα εκείνη την είχα παρακαλέσει να έρθει μαζί μας αν και εκεινη επέμενε ότι δε γούσταρε να έρθει.
Ανεβήκαμε στο γκρεμό, και αφήσαμε τον Ουαλό με το σερφ του. Αποφασίσαμε με τον Ισπανό να παίξουμε την "κότα". Η Veronica δεν ήθελε, πήγε και κάθισε λίγο παραπέρα και μας κοίταζε:"Εγώ θα είμαι ο κριτής του αγώνα" είπε. Μετά από λίγο και ενω χαχανίζαμε και ψευτοσπρωχνόμασταν με τον Ισπανό ακούσαμε την φωνή της Veronica σαν από αλλη διασταση να φωνάζει:
"χασατε!"
Γυρίσαμε και ειδαμε το σώμα της να ξεκολάει από το έδαφος και να πέφτει από τα βράχια.
Μαλάκα, θα σου ακουστεί κλισέ αλλά νομίζω ότι όταν μας κοιταξε για τελευταία φορά χαμογελούσε.




1 σχόλιο:

  1. Ο τρόπος που γράφεις είναι απίστευτος. Έχεις το χάρισμα να δημιουργείς εικόνες με τις λέξεις... keep writing...I'll keep reading. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή